- διαιτολόγος
- beslenme uzmanı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
διαιτολόγος — ο ο ειδικός που καθορίζει την κατάλληλη δίαιτα για την προστασία ή την αποκατάσταση τής υγείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαιτολόγος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα … Dictionary of Greek